Μπήκε στο μπάνιο και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Γδύθηκε και πέταξε τα ρούχα του στο πάτωμα.
Αυτά μύριζαν κλεισούρα , ή ο ίδιος;
Κοίταξε για λίγο το σώμα του στον καθρέφτη.
Ανάμεσα στα σημάδια, φαίνονταν ακόμα οι γρατζουνιές του Γκίζμο πάνω του.
Μπορεί εκείνος να έφυγε, αλλά τουλάχιστον έμειναν τα σημάδια του να τον θυμίζουν, πέρα από τα σημάδια που δεν φαίνονταν.
Μπήκε στο ντους και γύρισε το νερό στο ζεστό.
Όχι καυτό όμως.
Ανέκαθεν θεωρούσε το μπάνιο έναν τόπο διαλογισμού.
Ήθελε να ξεπλύνει από πάνω του όλα όσα θεωρούσε τοξικά, όλα όσα τον έτρωγαν και είχαν φωλιάσει μέσα του.
Στο δέρμα του.
Ήθελε να ξεπλύνει τις λάθος αποφάσεις, τις κενές μέρες, τις καθόλου δημιουργικές νύχτες.
Ήθελε να ξεπλύνει την ντροπή για πράγματα που δεν έκανε, ή που θα μπορούσε να είχε κάνει αλλιώς για να μην την πληγώσει.
Όταν ξέπλυνε όμως το σαπούνι από πάνω του, δεν ένιωσε να έχει ελαφρύνει καθόλου από όλα αυτά που ήθελε να πετάξει από πάνω του.
Ίσως λίγο.
Μπορεί έτσι να είναι, λίγο κάθε φορά.
Την επόμενη μέρα, γύρισε το νερό στο καυτό.
Από το βιβλίο "Αστικές Δυστοπίες" _ Νίκος Καρδάκος
Commentaires